διευκολυντικός

διευκολυντικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διευκόλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”